φορτηγικά

φορτηγικά
φορτηγικός
of
neut nom/voc/acc pl
φορτηγικά̱ , φορτηγικός
of
fem nom/voc/acc dual
φορτηγικά̱ , φορτηγικός
of
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φορτηγικός — ή, όν, Α [φορτηγός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μεταφορά φορτίων («φορτηγικὸν πλοῑον», Θουκ.) 2. φρ. «φορτηγικὰ βρώματα» τρόφιμα κακής ποιότητας, σαν αυτά που βρίσκονται στα φορτηγά πλοία (Δίον. Κωμ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”